- σημασία
- η, ΝΜΑαυτό που σημαίνει μια λέξη, φράση, πράξη ή ενέργεια, το νόημά της, το περιεχόμενό της (α. «η σημασία τής λέξης σημάντωρ» β. «δεν κατάλαβα τη σημασία τής τελευταίας του φράσης» γ. «αἱ πράξεις ἤθους σημασία ἐστίν», Αριστοτ.)νεοελλ.1. η σπουδαιότητα, το αξιόλογο, η σοβαρότητα (α. «η σημασία των αποφάσεών του θα φανεί αργότερα» β. «μια γυναίκα χωρίς σημασία»)2. φρ. «δίνω σημασία σε κάτι» — θεωρώ κάτι ως σημαντικόμσν.σημειογραφική παράσταση σε κείμενο μουσικήςμσν.-αρχ.το να δίνει κανείς ένα σημάδι ή πρόσταγμααρχ.1. ένδειξη2. σημάδι, σύμπτωμα νόσου3. η ένδειξη τής στάθμης τού νερού στο νειλόμετρο4. η αναγραφή τής διεύθυνσης τού παραλήπτη στην εξωτερική πλευρά τής επιστολής5. φρ. α) «βασιλική σημασία» — τα βασιλικά εμβλήματαβ) «Πρὸς τὸ περὶ σημασιῶν Φίλωνος» — τίτλος έργου τού Χρυσίππου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σημασ- τού σημαίνω (πρβλ. παρακμ. σε-σήμασ-μαι) + κατάλ. -ία (πρβλ. ξηραίνω: ξηρασία, υγραίνω: υγρασία)].
Dictionary of Greek. 2013.